παρδαλήφορος

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλήφορος Medium diacritics: παρδαλήφορος Low diacritics: παρδαλήφορος Capitals: ΠΑΡΔΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pardalḗphoros Transliteration B: pardalēphoros Transliteration C: pardaliforos Beta Code: pardalh/foros

English (LSJ)

ον,

   A leopard-borne, π. δέρος leopard's skin, S.Fr.11.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το δέρμα της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + -φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].