πλεοέλασσον
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
Adv.
A more or less, PMonac.4.10 (vi A. D.).
Greek Monolingual
και πλεωέλαττον Α
επίρρ. περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον + ἔλασσον].