πλατυμέτωπος

Revision as of 14:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with broad forehead, βόες Ael.NA12.19, cf. Heph.Astr.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

πλατυμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ μέτωπον, Αἰλιαν. π. Ζ. 12, 19, Γεωπον. 12, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large front.
Étymologie: πλατύς, μέτωπον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατυμέτωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ μέτωπο, πλατυκούτελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + μέτωπον.