προσεμφύω
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
A implant in addition, παραγωγάς Phld.Ir. p.50 W.:—Pass., cling yet more closely, D.S.10.18.
Greek Monolingual
Α
1. εμφυτεύω επιπροσθέτως («προσεμφύειν παραγωγάς», Φιλόδ.)
2. μέσ. προσεμφύομαι
προσκολλώμαι σε κάποιον στενότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφύω «φυτεύω»].