πρόσωπος

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ὁ,

   A = πρόσωπον, τό (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσωπος: ὁ, = πρόσωπον, τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρόσωπον με αλλαγή γένους].