ὁ,
A = πρόσωπον, τό (q.v.).
πρόσωπος: ὁ, = πρόσωπον, τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
ὁ, Απρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρόσωπον με αλλαγή γένους].