σκορπίς

Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a sea-fish, prob.

   A Scorpaena porcus, Arist.HA 543b5 (cited by Ath.7.320f); cf. σκομβρίς.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπίς: -ίδος, ἡ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 5· διάφορ. γραφ. σκομβρίς.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
θαλάσσιο ψάρι, πιθανόν είδος μικρού σκορπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα -ίς, -ίδος].

Russian (Dvoretsky)

σκορπίς: ίδος ἡ скорпида (род морской рыбы) Arst.