σκομβρίς
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of σκόμβρος, Hsch.; v.l. for σκορπίς, Arist.HA 543b5.
Greek (Liddell-Scott)
σκομβρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λ. σκορπίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τ.) μικρός σκόμβρος, μικρό σκουμπρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί» + επίθημα -ίς, -ίδος].