τό,
A mound, LXX 4 Ki.23.17.
σκόπελον: τό, = σκόπελος, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 17).
τὸ, Αο σκόπελος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκόπελος, με αλλαγή γένους].