σκόπελον

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόπελον Medium diacritics: σκόπελον Low diacritics: σκόπελον Capitals: ΣΚΟΠΕΛΟΝ
Transliteration A: skópelon Transliteration B: skopelon Transliteration C: skopelon Beta Code: sko/pelon

English (LSJ)

τό, mound, LXX 4 Ki.23.17.

Greek (Liddell-Scott)

σκόπελον: τό, = σκόπελος, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 17).

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο σκόπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκόπελος, με αλλαγή γένους].