σφακτικός

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφακτικός Medium diacritics: σφακτικός Low diacritics: σφακτικός Capitals: ΣΦΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sphaktikós Transliteration B: sphaktikos Transliteration C: sfaktikos Beta Code: sfaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for slaughtering, μάχαιρα Zonar. s.v. πανδούριον.

Greek (Liddell-Scott)

σφακτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς σφαγήν, «πανδούριον· μάχαιρα σφακτικὴ» Ζωναρ. Λεξ. σ. 1512.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ σφάκτης
αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη σφαγή.