ταὐτολόγημα
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
ατος, τό,
A tautology, Eust.948.56.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτολόγημα: τό, ταυτολογία, Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 948, 58.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ
ταὐτολογῶ
ταυτολογία.