φελλόπους

Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A cork-footed, Luc.VH2.4.

German (Pape)

[Seite 1260] ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φελλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.

Greek Monolingual

-πουν, Α
αυτός που έχει φέλλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].

Greek Monotonic

φελλόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.

Middle Liddell

φελλό-πους,
cork-footed, Luc.