φιλοπροσηγορία

Revision as of 17:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A easiness of address, affability, Isoc.1.20, D.H. Rh.5.1.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, Leutseligkeit, Isocr. 1, 20.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπροσηγορία: ἡ, ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας, τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας Ἰσοκρ. 6Β, Διονύσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: φιλοπροσήγορος.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλοπροσήγορος
η ιδιότητα του φιλοπροσηγόρου, ευπροσηγορία.

Greek Monotonic

φῐλοπροσηγορία: ἡ, ευκολία στην προσφώνηση, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπροσηγορία: ἡ общительность, приветливость, т. е. доступность Isocr.

Middle Liddell

φῐλοπροσηγορία, ἡ,
easiness of address, Isocr. [from φῐλοπροσήγορος]