φωνικός

From LSJ
Revision as of 21:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνικός Medium diacritics: φωνικός Low diacritics: φωνικός Capitals: ΦΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: phōnikós Transliteration B: phōnikos Transliteration C: fonikos Beta Code: fwniko/s

English (LSJ)

ή, όν

   A = φωνητικός, Phld.Mus.p.35 K.; οἱ φ. declaimers, Cat.Cod.Astr.8(4).213,214.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φωνή
αυτός που έχει και παράγει φωνή, φωνήεις
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φωνικοί
οι ρήτορες.