χολοδεκτικός
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ή, όν, =
A irascibilis, Gloss.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.