αἱματοδεκτικός
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
αἱματοδεκτική, αἱματοδεκτικόν, = αἱματοδόχος (holding blood), ἀγγεῖον Sch. Ar. Th. 754.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que sirve para recoger la sangre, ἀγγεῖον Sch.Ar.Th.754D.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοδεκτικός: -ή, -όν, = αἱματοδόχος, ἐπὶ ἀγγείων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 756.
German (Pape)
Blutauffangend, Schol. Ar. Th. 756.