ἀειθανής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A ever-dying, ever fearing death, Man.1.166.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειθᾰνής: -ές, ὁ ἀείποτε θνήσκων, ὁ πάντοτε φοβούμενος θάνατον, Μανέθ. 1. 166.
Spanish (DGE)
(ἀειθᾰνής) -ές siempre aterrorizado por la muerte ἦτορ Man.1.166.