ἀλαβάρχης

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A v. Ἀραβάρχης.

German (Pape)

[Seite 88] ὁ, auch ἀλάβαρχος, ὁ, eigtl. Schreiber, bes. Zollpächter, Zolleinnehmer. – Ein anderes Wort scheint es bei Ios. Antiqu. 19, 5, 1, wo es die höchste Obrigkeit der Juden in Aegypten bedeutet, von unsicherer Ableitung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαβάρχης: ἴδε ἐν λ. ἀραβάρχης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé aux écritures ; intendant, percepteur ; magistrat suprême chez les Juifs d’Alexandrie.
Étymologie: ἄλαβα, ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ prob. administrador general de impuestos I.AI 18.159, en Licia TAM 2.256 (imper.), en Eubea IG 12.Suppl.673 (crist.), cf. dud. en PSI 776.23 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ἀλαβάρχης και ἀλάβαρχος, ο (Α)
1. υπάλληλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη Λυκία και την Εύβοια
2. ο μέγιστος άρχοντας, ο ανώτατος αξιωματούχος τών Ιουδαίων στην Αλεξάνδρεια (αλλ. αραβάρχης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀραβάρχης, με ανομοίωση του ρ σε λ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαβαρχία, ἀλαβαρχῶ].