ἀντιρρήγνυμι

Revision as of 15:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A break opposite ways, Plu.2.1005b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιρρήγνυμι: παθ., ἀντιρρήγνυμαι, ρήγνυμαι καὶ αὐτός, κἀκεῖνος ἀντιρραγεὶς ὑποχωρεῖ Πλούτ. 2.1005Β.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Pass. ἀντιρραγείς;
briser contre.
Étymologie: ἀντί, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

abrir caminos opuestos κἀκεῖνος ἀντιρραγείς ὑποχωρεῖ Plu.2.1005b.

Greek Monolingual

ἀντιρρήγνυμι (Α)
διασπώ, διαχωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιρρήγνῡμι: разрывать в обратном направлении (ἀὴρ ἀντιρραγείς Plut.).