ἀνόμημα

Revision as of 14:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A transgression of the law, Lys. ap. Phot.p.143 R., LXX Le.20.14, al., Stoic.3.136, D.S.17.5.

German (Pape)

[Seite 240] τό, Gesetzwidrigkeit, Diod. Sic. 17, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόμημα: -ατος, τό, παράβασις τοῦ νόμου, ἄνομος πρᾶξις, Διόδ. 17. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 8940.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
transgresión de la ley, delito Lys. en Phot.p.143R., Chrysipp.Stoic.3.136, LXX Le.17.16, 20.14, Sap.1.9, D.S.17.5, ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνου PMag.4.3100 (II d.C.), νίψον ἀνομήματα SEG 26.1016 (Paros).

Greek Monolingual

το (AM ἀνόμημα) ανομώ
υπέρβαση του νόμου, ανομία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόμημα: ατος τό беззаконный поступок Diod.