υπέρβαση
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
η, / ὑπέρβασις, -άσεως, ΝΜΑ υπερβαίνω
1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.)
2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών»)
β) ξεπέρασμα, προσπέρασμα, τοποθέτηση πάνω και πέρα από ορισμένες καταστάσεις (α. «υπέρβαση τών αντιθέσεων» β. «υπέρβαση τών παλαιών πολιτικών σχημάτων και θεσμών» γ. «εἰδωλοποιῶν... τι τῶν μὴ ὄντων εἰς ὑπέρβασιν, μᾶλλον δὲ ἔκβασιν γνώσεως», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) παράβαση τών ορίων επιτρεπτής ή επιβαλλόμενης από τον νόμο δράσης
2. φρ. α) «υπέρβαση αμύνης»
(νομ.) υπερακοντιση τών αναγκαίων και ικανών μέσων που χρησιμοποιεί κανείς για υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου από άδικη και παρούσα επίθεση
β) «υπέρβαση δικαιοδοσίας» ή «υπέρβαση αρμοδιότητας» ή «υπέρβαση εξουσίας» ή «υπέρβαση καθηκόντων»
(νομ.) υπέρβαση δικαιοδοτικής εξουσίας του δικαστηρίου, λ.χ. κρίση διοικητικής υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο
γ) «υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας»
(νομ.-στρ.) επιβολή ποινών που δεν προβλέπονται από τους νόμους και τους στρατιωτικούς κανονισμούς
δ) «καθ' ὑπέρβασιν»
(λόγ. τ.) με υπερβολή, με πέρα από τα επιτρεπτά ή τα καθορισμένα όρια ενέργεια
μσν.
(σχετικά με παρένθεση) παράλειψη
μσν.-αρχ.
(ως απόδοση της λ. πάσχα) προσπέρασμα («ὑπέρβασις μὲν γὰρ ἐστι... τὸ πάσχα, ὅτι ὑπερέβη τοὺς Ἑβραίων οἴκους ὁ τὰ πρωτότοκα παίδων ὀλοθρευτής», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. πέρασμα μέσα από έρημο
3. μετακίνηση εξαρθρωμένου οστού πάνω από άλλο
4. υπερπήδηση
5. προστασία, υπεράσπιση
6. μετάθεση, μετατόπιση
7. (για πλοίο) ὑπερβίβασις, πέρασμα πάνω από ισθμό
8. φρ. «καθ' ὑπέρβασιν» — τοποθέτηση επιδέσμων σε σχήμα πτερυγίων.