ἀπήρωτος
English (LSJ)
ον,
A intact, unimpaired, Thphr.CP3.5.1, Gal.5.234. Adv. -ωτί Theognost.Can.159.
German (Pape)
[Seite 290] unverstümmelt, unversehrt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήρωτος: -ον, ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 5, 1. - Ἐπίρρ. -ωτὶ Θεογνώστ. Κανόνες (Κραμήρου Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 2. σ. 159, 20).
Spanish (DGE)
-ον
1 indemne, íntegro ὑγιὲς καὶ ἀπήρωτον Thphr.CP 3.5.1, cf. Gal.5.234.
2 adv. -ωτί sin daño Theognost.Can.p.159.20.