ἐπιθέατρον
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
τό,
A building adjoining a theatre, IG11(2).287 A 94,120 (Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
ἐπιθέατρον, τὸ (Α)
το ανώτερο μέρος του κοίλου του αρχαίου θεάτρου.