ἑλκυστήριος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
α, ον,
A fit for drawing, ζῷα draught animals, Men.Prot.p.17 D.
Spanish (DGE)
-α, -ον
apto para arrastrar, de tiro o carga ἕτερα ἑλκυστήρια ζῷα otras bestias de carga Men.Prot.6.1.219
•subst. ὁ ἑ. rienda Sch.Er.Il.16.475c.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἑλκυστήριος, -ον)
κατάλληλος να ασκήσει έλξη.