ἡλιοθαλπής

Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A warmed by the sun, gloss on ἐλαθερής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1162] ές, von der Sonne erwärmt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοθαλπής: -ές, θερμαινόμενος ἢ θερμανθεὶς ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἡλιοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο- + -θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ-θαλπής, πυρι-θαλπής].