θάλπος
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
English (LSJ)
θάλπεος, τό,
A warmth, heat, esp. summer-heat, opp. χειμών, A.Ag.565, 969; ἐν μεσημβρίας θάλπος Id.Supp.747; θάλπος θεοῦ = the sun's heat, S.Tr.145, etc.; μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν A.Th.431,446; in Prose, θάλπος, opp. ψῦχος, Hp.Aph.3.4: pl., ῥίγη καὶ θάλπη, ψύχη καὶ θάλπη, X.Oec.7.23, Cyr.1.2.10.
2 metaph., sting, smart, (τοξευμάτων) S.Ant.1086; of love, AP6.207 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 1184] τό, Wärme, Hitze; μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίου, die Mittagsgluth, Aesch. Spt. 428; Gegensatz χειμών, Ag. 551; θάλπος ἐν χειμῶνι σημαίνεις μολών 943; οὐ θάλπος θεοῦ οὐδ' ὄμβρος Soph. Trach. 144; πρὸς θάλπος ἡλίου Eur. Cycl. 540; μεσημερινόν Ar. Av. 1096; θάλπος ἄκαιρον ἢ κρύος Plat. Ax. 366 d; der plur. ist in Prosa sehr gew.; Gegensatz ψύχη – θάλπη Xen. Cyr. 1, 2, 11, ῥίγη καὶ θάλπη Oec. 7, 23; Sp. Übertr., τῶν (τοξευμάτων) σὺ θάλπος οὐχ ὑπ ex εκδραμεῖ, der brennende Schmerz, den meine Worte dir verursachten, Soph. Ant. 1073; sp. D. bes. von Liebesglut, Ep. ad. 3 (XII, 11); μαλερόν Archi. 5 (VI, 207).
French (Bailly abrégé)
ion. θάλπεος, att. θάλπους (τό) :
chaleur du soleil, chaleur de l'été.
Étymologie: R. Θαλπ, v. θάλπω.
Russian (Dvoretsky)
θάλπος: θάλπεος τό тж. pl.
1 тепло, теплота, жар, летний зной (ἡλίου Aesch., Eur.; μεσημερινόν Arph.): ψύχη καὶ θάλπη ἀνέχεσθαι Xen. переносить холод(а) и жару;
2 перен. жар, огонь, пыл (sc. τοῦ ἔρωτος Anth.);
3 ожог, жгучая боль (τῶν τοξευμάτων Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
θάλπος: θάλπεος, τό, θερμότης, «ζέστη», ἰδίως θερινὴ θερμότης, ἀντίθ. χειμών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 565, 969· ἐν μεσημβρίας θ. ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 747· θ. θεοῦ, ἡ θερμότης τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 145, κτλ.· μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν, μὲ τὸν καύσωνα τῆς μεσημβρίας (πρβλ. Λατ. soles), Αἰσχύλ. Θήβ. 431, 446· καὶ παρὰ πεζοῖς, θάλπος καὶ ψῦχος, ῥίγη καὶ θάλπη Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ξεν. Οἰκ. 7. 23, Κύρ. 1. 2, 10. 2) μεταφ., κέντρον, ἀλγηδών, τοξευμάτων Σοφ. Ἀντ. 1086· ἐπὶ ἔρωτος, μαλερὸν Ἀνθ. Π. 6. 207.
Greek Monolingual
θάλπους, το (Α θάλπος, θάλπεος)
θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδίωση («το θάλπος της μητρικής αγκαλιάς»)
αρχ.
πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπω. Ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -θαλπης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αθαλπής, γεοθαλπής, δυσθαλπής, επιθαλπής, ευθαλπής, ζωθαλπής, ηλιοθαλπής, κακοθαλπής, περιθαλπής, πολυθαλπής, πυριθαλπής, χλιεροθαλπής.
Greek Monotonic
θάλπος: -εος, τό (θάλπω),
1. ζεστασιά, θερμότητα, ιδίως η καλοκαιρινή ζέστη, σε Αισχύλ.· θάλπος θεοῦ, η θερμότητα του ήλιου, σε Σοφ.· μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν, με τις ακτίνες του μεσημεριού (πρβλ. Λατ. soles), σε Αισχύλ.·
2. μεταφορ., κεντρί, σουβλιά, που προκαλείται από βέλος, σε Σοφ., Ανθ. Π.
Middle Liddell
θάλπος, εος, θάλπω
1. warmth, heat, esp. summer heat, Aesch.; θ. θεοῦ the sun's heat, Soph.; μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν with the meridian rays (cf. Lat. soles), Aesch.
2. metaph. a sting, smart, caused by an arrow, Soph., Anth.
English (Woodhouse)
heat, prick, sting, wound produced by sting
Translations
heat
Afrikaans: hitte; Albanian: nxehtësi, ohtë; Arabic: حَرَارَة; Egyptian Arabic: حرارة; Armenian: ջերմություն, տաքություն; Aromanian: cãroari, cãloari, cãldurã; Assamese: তাও, তাপ, গৰম; Asturian: calor; Basque: bero; Bulgarian: топлина; Catalan: calor; Cebuano: init; Chinese Cantonese: 熱, 热; Mandarin: 熱, 热; Czech: teplo; Danish: varme; Dutch: warmte; Esperanto: varmo; Finnish: lämpö, lämpöenergia, lämpömäärä; Franco-Provençal: chalor; French: chaleur; Friulian: calôr, cjalt; Galician: calor; Georgian: სითბო; German: Wärmeenergie, Wärme; Greek: θερμότητα, ζέστη; Ancient Greek: ἀλέα, ἀλέη, θάλπος, θάλψις, θερμασία, θέρμη, θερμότης, καῦμα, πῦρ, φλόξ; Guinea-Bissau Creole: kalur; Gujarati: તાપ, ગરમી, ઉકળાટ; Hausa: zafi; Hebrew: חום, טמפרטורה; Higaonon: init; Hiligaynon: init; Hindi: गर्मी, तपिश, आँच, गर्म, ताप; Hungarian: hő; Ilocano: pudot; Indonesian: kalor; Irish: teas; Italian: calore; Japanese: 熱; Kabuverdianu: kalor; Kapampangan: pali; Kazakh: жылулық; Korean: 열; Kurdish Central Kurdish: گەرما; Northern Kurdish: tîn; Latgalian: syltums; Latin: calor; Latvian: siltums; Lithuanian: šiluma; Macedonian: топлина; Malagasy: mafana; Malay: haba, bahang, kepanasan; Maltese: sħana; Maori: mahana; Maranao: pakayaw; Mauritian Creole: saler; Megleno-Romanian: căloari; Middle English: hete; Norwegian: varme; Occitan: calor; Old English: hǣtu; Oromo: ho'ina; Pangasinan: puetang; Papiamentu: kalor; Pashto: تودوخي; Persian: گرما; Plautdietsch: Hett; Polish: ciepło; Portuguese: calor; Quechua: ruphay; Rapa Nui: hana; Romanian: căldură; Romansch: chalur, calira, caleira; Russian: тепло, жар; Sanskrit: घृण, घर्म, तपस्; Santali: ᱞᱚᱞᱚ; Sardinian: calore, calori; Serbo-Croatian: toplina; Sicilian: caudu calura calurìa, caluri; Slovene: toplota; Southern Altai: изӱ, јылу; Spanish: calor; Sundanese: ᮕᮔᮞ᮪; Swahili: harara; Swedish: värme, värmeenergi; Tagalog: init; Tamil: சூடு; Telugu: విద్యుత్చక్తి; Thai: ความร้อน; Tocharian B: emalle; Turkish: ısı; Ukrainian: тепло, жар; Urdu: گرمی, تپش, آنچ; Venetan: całor; Volapük: hit; Waray-Waray: init; Yakut: куйаас, итии; Yup'ik: puqla; Zazaki: gharm, gherm