ἡμίκρανον

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

τό,

   A = ἡμίκραιρα 1, Alex. Trall.1.12.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, nach Phryn. 328 besser als ἡμικεφάλαιον, Sp., der halbe Kopf.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκρανον: τό, = ἡμικεφάλαιον, Φρύνιχ. σ. 328, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 2, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμίκρανον, τὸ (AM)
βλ. ημίκραιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανον (< κρανον < κρανίον), πρβλ. δί-κρανον, κιονό-κρανον].