ημίκραιρα

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

ἡμίκραιρα, ἡ (Α)
1. το μισό του κεφαλιού ή του προσώπου
2. ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραίρα «κεφαλή»].