φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
ἡμίκραιρα, ἡ (Α)1. το μισό του κεφαλιού ή του προσώπου2. ημικρανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραίρα «κεφαλή»].