Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἡμίκραιρα, ἡ (Α)1. το μισό του κεφαλιού ή του προσώπου2. ημικρανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραίρα «κεφαλή»].