ὀλιβρός

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ά, όν,

   A = ὀλισθηρός, Id.

German (Pape)

[Seite 319] dor. = ὀλισθηρός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιβρός: -ά, -όν, = ὀλισθηρός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀλιβρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei- / slei- «γλιστρώ» (πρβλ. ολί-σθάνω), με παρέκταση b, προθεματικό φωνήεν - και επίθημα -ρός (πρβλ. κυδ-ρός, ψυχ-ρός). Η λ. συνδέεται με αγγλοσαξ. slipor, αρχ. άνω γερμ. sleffar «ολισθηρός», αρχ. ισλδ. sleipr, καθώς και με ρηματικούς τ., όπως αρχ. άνω γερμ. slῑfan γερμ. schleifen (βλ. και λ. ολισθαίνω)].