ὀλιγοφαής
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ές,
A gloss on βραχυφεγγίτης, Suid.
Greek Monolingual
ὀλιγοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-), + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκο-φαής].