ὡρισμένως
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
Adv., (ὁρίζω)
A definitely, Arist.Cat.8a36,b17, Top.159b1, Metaph.1020b33, Plb.10.46.10, S.E.M.7.336; with the definite article, Chrysipp.Stoic.2.102; regularly, Sor.1.95.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρισμένως: Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁρίζω, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τρόπον ὡρισμένον, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 31 καὶ 34, Τοπικ. 8. 5, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 2.
Russian (Dvoretsky)
ὡρισμένως: [от part. pf. pass. к ὁρίζω определенным образом, определенно (λέγεσθαι Arst.; προδηλοῦν τι Polyb.).