λυκορραίστης

Revision as of 11:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A wolf-worrier, κύνες AP7.44 (Ion), cf. 6.106 (Zon.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκορραίστης: ὁ, ὁ διαφθείρων, καταστρέφων τοὺς λύκους, κύων Ἀνθ. Π. 7. 44, πρβλ. 6. 106, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tueur de loups.
Étymologie: λύκος, ῥαίω.

Greek Monolingual

λυκορραίστης, ὁ (Α)
αυτός που εξολοθρεύει λύκους, λυκοκτόνος («λυκορραῑσται κύνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω») πρβλ. ανθρωπο-ρραίστης, βου-ρραίστης].

Greek Monotonic

λῠκορραίστης: ὁ (ῥαίω), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠκορραίστης: ου adj. m растерзывающий волков (κύων Anth.).

Middle Liddell

λῠκορ-ραίστης, ου, ὁ, ῥαίω
wolf-worrier, Anth.