αἱμοβαρής
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
ές, A heavy with blood, Opp.H.2.603.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβᾰρής: -ές, = βαρὺς ἐκ πόσεως αἵματος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 603.
Spanish (DGE)
(αἱμοβᾰρής) -ές
cargado de, pesado con la sangrede las sanguijuelas, Opp.H.2.603.