Θραξ

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ο (ΑΜ Θρᾷξ, -ακός και Θρῆϊξ, -ήϊκος και Θρῇξ, -ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα)
ο κάτοικος της Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].