Θραξ

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ Θρᾷξ, -ακός και Θρῆϊξ, -ήϊκος και Θρῇξ, -ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα)
ο κάτοικος της Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].