άθεσμος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ἄθεσμος, -ον (AM)
ο εκτός ηθικής τάξεως, αθέμιτος, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θεσμός.
ΠΑΡ. ἀθεσμόβιος, ἀθεσμοπραγία, ἀθεσμοσύνη.