θεσμός
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
Dor. τεθμός (v. infr.), θεθμός IG5(2).159 (Tegea, v B.C.), Isyll.12, Locr. τετθμός Berl.Sitzb.1927.8 (v B.C.), θεμός Hsch.: ὁ: pl. θεσμοί, poet.
A θεσμά S.Fr.92: (τίθημι):—that which is laid down, law, ordinance, once in Hom., λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο Od.23.296; εἰρήνης θεσμοί = the order of peace, h.Hom.8.16; especially of divine laws, θεσμὸν τὸν μοιρόκραντον ἐκ θεῶν A.Eu.391; ἵμερος… τῶν μεγάλων πάρεδρος θεσμός S.Ant.800 (lyr.); οἱ τῶν θεῶν θεσμοί X.Cyr.1.6.6; θεσμὸς Ἀδραστείας, οἱ τῆς εἱμαρμένης θεσμοί, Pl.Phdr.248c, Plu.2.111d; παρέβη μὲν θεσμοὺς ἀρχαίους Ar.Av.331 (lyr.).
2 of human law, οἱ πάτριοι θεσμοί Hdt.3.31; at Athens, especially of the laws of Draco, IG12.115.20, And.1.81, Decr. ib.83, Arist.Ath.4.1, etc., cf. Ael.VH8.10: used by Solon of his own laws, Sol.36.16, cf. 31.2, Plu.Sol.19; ὁ ταῦτα ἀπεργαζόμενος θεσμὸς νόμος ἂν ὀρθῶς εἴη κείμενος Pl.Ep.355c; ὁ τοῖς ἄλλοις τιθέμενος θεσμοὺς Δημήτριος Duris 10J.; ὅδ' ὁ τεθμὸς πὲρ τῶν ἐντοφηΐων GDI2561C19 (Delph.): in later poetry, θεσμοί = law, jurisprudence, Epigr.Gr. 434.4, al.; θεσμῶν ταμίης, θεσμῶν πρόμαχος, IG3.637, 638.
3 generally, rule, established rule, precept, rite, S.Tr.682; θεσμὸς πυρός the law of the beacon-fire, A.Ag.304; τεθμὸν μέγιστον ἀέθλων = the greatest institution or the supreme law of the (Olympic) games Pi.O.6.69; στεφάνων τεθμός the appointed crowns, ib.13.29; θεσμὸς ὅδ' εὔφρων = the cheering strain (cf. νόμος), A. Supp.1034 (lyr.); ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν Pi.O.7.88; μακάρων Id.Pae.4.47.
II institution, as the tribunal of the Areopagus, A. Eu.615; τεθμὸς Ἡρακλέος, Ποτειδᾶνος τεθμοί, the Olympian Games, Isthmian Games, Pi.N.10.33, O.13.40.
III = θησαυρός, Anacr.58.
IV θεσμοί· αἱ συνθέσεις τῶν ξύλων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1203] ὁ, dor. τεθμός, s. unten (τίθημι), p. auch mit dem heterogenen plur. τὰ θεσμά, Soph. frg. 81, Satzung, Gesetz, bes. Sit te, Herkommen, Gewohnheitsrecht. Bei Hom. nur einmal, λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο, sie schritten zum Brauche des alten Lagers, zum Ehebrauch, Od. 23, 296, vgl. Ael. V. H. 12, 47; θεσμοὶ εἰρήνης, die gesetzliche Ordnung des Friedens, H. h. 7, 16; θεσμὸν τὸν μοιρόκραντον ἐκ θεῶν δοθέντα Aesch. Eum. 369; θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ' ἐγὼ θήσω χρόνον 462; Κύπριδος δ' οὐκ ἀμελεῖ θεσμὸς ὅδ' εὔφρων, die Weise, der Gesang, Suppl. 1016; νῦν δ' ἤδη 'γὼ καὐτὸς θεσμῶν ἔξω φέρομαι Soph. Ant. 795, vgl. Ai. 1083; θεῖον σεμνοῦ θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Eur. Hel. 872; θεσμὸς ἀρχαῖος Ar. Av. 331; in Prosa, θεσμὸς Ἀδραστείας ὅδε Plat. Phaedr. 248 c; παρὰ τοὺς τῶν θεῶν θεσμούς Xen. Cyr. 4, 6, 6; so von heiligen Gesetzen Arist. mund. 5; Plut. Rom. 10. – Bes. hießen Drakon's Gesetze so, im Gegensatz gegen die νόμοι des Solon, Andoc. 1, 81; Ael. V. H. 8, 10; nach Einigen, weil sie mit dem Worte θεσμός anfingen. Auch bei Dem. 23, 62 im Gesetz.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 primit. toute loi ou institution établie par les dieux, institution sacrée, rite, coutume antique;
2 loi divine ou naturelle (p. opp. à la loi écrite);
3 p. ext. loi faite par les hommes, loi écrite.
Étymologie: R. Θε, cf. τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θεσμός: дор. τεθμός ὁ, поэт. pl. θεσμά τά
1 древнее установление, освященный древностью или священный закон (εἰρήνης θεσμοί HH; θ. πάτριος Her., Plut.; θεῖος Eur.; ἀρχαῖος Arph.; ἱερός Plut.; οἱ τῶν θεῶν θεσμοί Xen., Arst.): λέκτροιο θ. Hom. закон супружества, т. е. брак; θ. Ἀδραστείας Plat. закон Адрастии (см. Ἀδράστεια), т. е. закон непреложной справедливости; τεθμὸς Ἡρακλέος Pind. учрежденные Гераклом игры, т. е. Олимпийские; οἱ θεσμοί (в Афинах) Dem. законы Драконта (в отличие от οἱ νόμοι законы Солона);
2 положение, закон, правило, Soph., Plat.: θ. πυρός Aesch. закон о сигнальных огнях;
3 напев (ὕμνου Pind.; Κύπριδος Aesch. - v.l. ἑσμός);
4 клад, сокровище Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμός: Δωρ. τεθμός, ὁ, πληθ. θεσμοί, ποιητ. θεσμά, Σοφ. Ἀποσπ. 81· (τίθημι). Ὡς τὸ θέμις, τὸ τεθὲν καὶ ὡρισμένον καὶ ἐθιζόμενον, νόμος, διάταξις, Λατ. institutum, ἀλλὰ κυρίως ἐπὶ ἀρχαίων νόμων, οὓς ὑποτίθεται ὅτι καθιέρωσαν οἱ θεοί, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο, δηλ. ἐξεπλήρωσαν τὸν καθιερωμένον νόμον τῆς συζυγίας, ὡς τὸ Λατ. consuescere cum aliquo, Ὀδ. Ψ. 296· θεσμοὶ εἰρήνης, ἡ τάξις τῆς εἰρήνης, Ὕμν. Ὁμ. 7. 16· οἱ πάτριοι θ. Ἡρόδ. 3. 31· θεσμὸν τὸν μοιρόκραντον ἐκ θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 391· ἵμερος... τῶν μεγάλων οὐχὶ πάρεδρος θεσμῶν Σοφ. Ἀντ. 799· ἀρχῆς θεσμός, ὁ νόμος τῆς ἀρχῆς, κυβερνήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1104· παρέβη θ. ἀρχαίους Ἀριστοφ. Σφ. 331, πρβλ. Κρατῖν. Νομ. 2· θ. Ἀδραστείας ὅδε Πλάτ. Φαίδρ. 248C. 2) καθόλου, κανών, παράγγελμα, νόμος, Σοφ. Τρ. 682· θ. πυρός, ὁ νόμος τοῦ διὰ πυρῶν σημείου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 304· τεθμὸς ἀέθλων Πίνδ. Ο. 6. 117· στεφάνων τ., οἱ ὡρισμένοι στέφανοι, ὁ αὐτ. 13. 39. 3) θ. ὅδ’ εὔφρων, τὸ παρέχον εὐφροσύνην μέλος (πρβλ. νόμος), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1035, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 162. 4) ἐν Ἀθήναις τοῦ Δράκοντος οἱ νόμοι ἐκαλοῦντο θεσμοί, ἐπειδὴ αὐτῶν ἤρχετο διὰ τῆς λέξεως θεσμὸς (πρβλ. θεσμοθέτης), ἐνῷ οἱ τοῦ Σόλωνος ἐκαλοῦντο νόμοι, Ἀνδοκ. 11. 19, 26, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 10. ΙΙ. τεθειμένον τι καὶ ὡρισμένον, ἵδρυμα, οἷον τὸ δικαστήριον τοῦ Ἀρείου Πάγου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 484, 615· τεθμὸς Ἡρακλέος, Ποσειδᾶνος, δηλ. οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, οἱ τῶν Ἰσθμίων, Πίνδ. ν. 10. 61, Ο. 13. 57. ΙΙΙ. = θησαυρός, Ἀνακρ. 58. IV. «θεσμοί· αἱ συνθέσεις τῶν ξύλων» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(τίθημι): site, place, Il. 23.296†.
Spanish
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός)
το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία
νεοελλ.
ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός του γάμου» β. «ο θεσμός τών κοινωνικών ασφαλίσεων»)
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι θεσμοί
οι θεμελιώδεις καταστατικοί νόμοι κράτους ή εκκλησίας
αρχ.
1. στον πληθ. οι νόμοι του Δράκοντος
2. (για ιερούς νόμους) κανόνας, όρος, παράγγελμα
3. ορισμένο ίδρυμα, όπως η βουλή του Αρείου Πάγου, η οποία θεωρούνταν ότι είχε ιδρυθεί από την Αθηνά («τόνδ' Ἀθηναίας μέγαν θεσμόν», Αισχύλ.)
4. θησαυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεσμός, δωρ. τεθμός, διαλεκτ. θεθμός (με αναλογική διατήρηση του αρχικού δασέος) σχηματίστηκε με την ασθενή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας dhē- «θέτω, τοποθετώ» του τί-θη-μι, ετυμολογικώς δε συνδέεται με κελτικούς τ. της ίδιας σημασίας, πρβλ. αρχ. ιρλ. deidmea, ουαλ. deddf. Δηλ. θεσμός< dhedhmo-, το οποίο προήλθε με αναδιπλασιασμό είτε από dhe-dh-m-o (όπου το -dh- είναι η μηδενισμένη βαθμίδα του dhē-, θη-
πρβλ. θήσω) είτε από dhe-dhm-o (όπου το -dhm- είναι η συνεσταλμένη βαθμίδα του θεμ-
πρβλ. θέμις). Θα ήταν όμως ίσως προτιμότερο να θεωρηθεί ότι θε- < dhә1-, ασθενής βαθμίδα του dhē- (πρβλ. θέσις), και επίθημα -σμος ή -θμός (πρβλ. κλαυθμός, ρυθμός κ.ά.). Η λ. θεσμός είναι συνήθης σε αρχαϊκές επιγραφές αρκετών διαλέκτων και χρησιμοποιόταν για να δηλώσει νόμους του Δράκοντος και του Σόλωνος. Είναι συνώνυμη του νόμος, αλλά το τελευταίο έχει γενικότερη έννοια και στην Αρχαία εξέφραζε το σύνολο τών νόμων (πρβλ. νεοελλ. νομικά, νομική, λατ. ius), ενώ η λ. θεσμός χρησιμοποιόταν για έναν συγκεκριμένο νόμο (πρβλ. λατ. lex). Συχνά οι ΙΕ λέξεις που δηλώνουν έναν συγκεκριμένο νόμο παράγονται από ρήματα με σημ. «θέτω, τοποθετώ», απ' όπου η σημ. «θεσπισμένο, επιβεβλημένο, καθιερωμένο».
ΠΑΡ. θέσμιος
αρχ.
θεσμοσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θεσμοδότης, θεσμοθέτης, θεσμοφόρος, θεσμοφύλακας (-αξ), αρχ. θεσμογράφος, θεσμοδοκώ, θεσμοποιώ, θεσμοπόλος, θεσμοτόκος, θεσμοφόριον, θεσμοφόριος, θεσμῳδός
μσν.
θεσμολογώ
νεοελλ.
θεσμολόγιο. (Β' συνθετικό) άθεσμος, απρόθεσμος, έκθεσμος, εκπρόθεσμος, εμπρόθεσμος, ένθεσμος
αρχ.
πανάθεσμος, υπέρθεσμος, υπερπρόθεσμος
νεοελλ.
βραχυπρόθεσμος, ληξιπρόθεσμος, μακροπρόθεσμος, μεσοπρόθεσμος].
Greek Monotonic
θεσμός: Δωρ. τεθμός, ὁ, πληθ. θεσμοί, ποιητ. θεσμά, σε Σοφ., (τίθημι)·
I. 1. όπως το θέμις, αυτό το οποίο τίθεται και εγκαθίσταται, ο νόμος, η έννομη τάξη, Λατ. institutum· λέκτροιο θεσμὸν ἵκοντο, δηλ. εκπλήρωσαν τον καθιερωμένο νόμο του γάμου, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στον Ηρόδ., Αττ.
2. στην Αθήνα, οι νόμοι του Δράκοντα ονομάζονταν θεσμοί, επειδή καθένας από αυτούς ξεκινούσε με τη λέξη θεσμός (πρβλ. θεσμοθέτης), ενώ η νομοθεσία του Σόλωνα ονομαζόταν νόμοι·
II. ίδρυμα, θεσμός, όπως το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε Αισχύλ.· λέγεται για τους μεγάλους αγώνες, σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: settled agreement, law, custom (ψ 196) .
Other forms: Dor. τεθμός, Lac. Arc. Locr. also θεθμός
Compounds: Compp., e. g. θεσμο-θέται, ἔνθεσμος.
Derivatives: θέσμιος, τέθμιος, θέθμιος lawful, customary (IA. Dor. etc.); θεσμοσύνη lawfulness (AP).
Origin: IE [Indo-European] [238] *dhedhmo-? agreement, custom or *dhh₁-
Etymology: Comparison with synonymous OIr. deidmea, Welsh deddf f. (Thurneysen KZ 51, 57f., Loth Rev. celt. 45, 184) requires an IE protoform *dhedhmo-, -ā-, either with reduplication from *dhe-dh-m-o- (-dh- zero grade of θη- in θή-σ-ω etc.?) or from *dhe-dhm-o- (-dhm- zero grade of θεμ- in θέμις etc.); s. Schwyzer 492 n. 12. θε- could be the same form as in θέ-σις a. o., with suffixes -θμ- or -σμ-; the regular breath dissimilation was in θεθμός removed through influence of θέσις.
Middle Liddell
poet. θεσμά Soph.] τίθημι
I. like θέμις, that which is laid down and established, a law, ordinance, Lat. institutum, λέκτροιο θεσμὸν ἵκοντο, i. e. they fulfilled the established law of wedlock, Od.; so in Hdt. and Attic
2. at Athens, Draco's laws were called θεσμοί, because each began with the word θεσμός (cf. θεσμοθέτησ), while Solon.'s laws were named νόμοι.
II. an institution, ordinance, as the court of Areopagus, Aesch.; of the great games, Pind.
Frisk Etymology German
θεσμός: {thesmós}
Forms: dor. τεθμός, lak. ark. lokr. auch θεθμός
Grammar: m.
Meaning: Satzung, Gesetz, Sitte (seit ψ 196 [nach Anderen hier Stätte; nicht wahrscheinlich]).
Composita: Kompp., z. B. θεσμοθέται, ἔνθεσμος.
Derivative: Davon θέσμιος, τέθμιος, θέθμιος gesetzmäßig, herkömmlich (ion. att. dor. usw.); θεσμοσύνη Gerechtigkeit (AP).
Etymology: Die Gleichsetzung mit dem synonymen air. deidmea, kymr. deddf f. (Thurneysen KZ 51, 57f., Loth Rev. celt. 45, 184) erfordert eine idg. Grundform *dhedhmo-, -ā-, die mit Reduplikation entweder aus *dhe-dh-m-o- (-dh- Schwundstufe von θη- in θήσ-ω usw.) oder aus *dhe-dhm-o- (-dhm- Schwundstufe von θεμ- in θέμις usw.) entstanden ist; vgl. Schwyzer 492 A. 12. In θε- kann indessen auch dieselbe Form der Schwachstufe vorliegen wie in θέσις u. a., wozu suffixales -θμ- bzw. -σμ-; die regelmäßig eintretende Hauchdissimilation wurde in θεθμός durch Angleichung an θέσις usw. aufgehoben.
Page 1,667
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=νόμος). Ἀπό τό τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ precepto δεῦρό μοι, ἔρχεο θᾷσσον, ἔπειγέ μοι ἀείσασθαι θεσμοὺς θεσπεσίους ven a mí, ven pronto, apresúrate a cantar para mí preceptos mediante oráculos P VI 44