άχερδος

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

ἄχερδος, ο, η (Α)
είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s)- «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια αχλαδιά»), η οποία δεν είναι πειστική. Πρόκειται μάλλον για επιτόπια λέξη που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο αχράς].