άχερδος

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

ἄχερδος, ο, η (Α)
είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s)- «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια αχλαδιά»), η οποία δεν είναι πειστική. Πρόκειται μάλλον για επιτόπια λέξη που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο αχράς].