ένσφαιρος

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που περιέχει σφαίρα («ἔνσφαιρα φυσίγγια», «ένσφαιρα πυρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].