ένσφαιρος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που περιέχει σφαίρα («ἔνσφαιρα φυσίγγια», «ένσφαιρα πυρά»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].