Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἧχος.ΠΑΡ. αηχία]·