άηχος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)
ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἧχος.
ΠΑΡ. αηχία