άηχος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)
ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἧχος.
ΠΑΡ. αηχία]·