ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἧχος.ΠΑΡ. αηχία]·