ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
ἴλυμα, τὸ (Α)καθίζημα, κατακάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. ἰλύς και λύμα].