καθίζημα

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

το
καθιζάνω
ό,τι κατακάθεται στον πυθμένα δοχείου που περιέχει διαλυμένα σε νερό ή άλλο υγρό άλατα ή άλλες ουσίες, ίζημα, κατακάθι.