νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
ἄτρυγος, -ον (Α)
ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυξ (-γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»].