ίντυβος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβοςίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].