αδιάλυτος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάλυτος, -ον) διαλύω
ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί
νεοελλ.
1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος
2. άφθαρτος, ακατάλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διαλύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαλυτότητα].