αδιάλλακτος

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόνLibya always bears some new evil

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάλλακτος, -ον)
1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος
2. α μετάπειστος, ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαλλάττω.
ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα].