ασυμφιλίωτος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν συμφιλιώθηκε με κάποιον
2. απρόθυμος για συμφιλίωση, αδιάλλακτος
3. (για πράγματα ή καταστάσεις) εντελώς διαφορετικός και ασυμβίβαστος («ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, απόψεις»).