ασυμφιλίωτος

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν συμφιλιώθηκε με κάποιον
2. απρόθυμος για συμφιλίωση, αδιάλλακτος
3. (για πράγματα ή καταστάσεις) εντελώς διαφορετικός και ασυμβίβαστος («ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, απόψεις»).